εκτιμώ

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

(-άω) και εχτιμώ και χτιμάω (AM ἐκτιμῶ)
1. τιμώ κάποιον ή κάτι ιδιαίτερα, αναγνωρίζω την αξία του κυρίως για ηθικές ή πνευματικές ιδιότητες («τον εκτιμώ για την τιμιότητά του», «εκτιμώ το ήθος και τη μόρφωσή του»)
2. υπολογίζω την αξία («η εφορία εκτίμησε την κληρονομιά»)
3. έχω κάποιον σε μεγάλη υπόληψη
νεοελλ.
(για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) κρίνω, σταθμίζω την αξία
μσν.
αγοράζω με πλειοδοσία, προσφέρω μεγαλύτερη τιμή σε δημοπρασία
αρχ.
1. (για πράγμ.) ορίζω μεγάλη τιμή, υπερτιμώ
2. παθ. (για θεούς)
λατρεύομαι, τιμώμαι ιδιαιτέρως.