Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
(AM ἐκδικάζω)
διεξάγω (ως δικαστής) δίκη, κρίνω μια υπόθεση ώς το τέλος («οἱ ναυτοδίκαι οὐκ ἐξεδίκασαν», Λυσ.)
αρχ.
1. μέσ. επιζητώ δικαστικά το δίκιο μου
2. κατηγορώ
3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση.