εκδικάζω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Greek Monolingual

(AM ἐκδικάζω)
διεξάγω (ως δικαστής) δίκη, κρίνω μια υπόθεση ώς το τέλος («οἱ ναυτοδίκαι οὐκ ἐξεδίκασαν», Λυσ.)
αρχ.
1. μέσ. επιζητώ δικαστικά το δίκιο μου
2. κατηγορώ
3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση.