εκδικάζω

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκδικάζω)
διεξάγω (ως δικαστής) δίκη, κρίνω μια υπόθεση ώς το τέλος («οἱ ναυτοδίκαι οὐκ ἐξεδίκασαν», Λυσ.)
αρχ.
1. μέσ. επιζητώ δικαστικά το δίκιο μου
2. κατηγορώ
3. εκδικούμαι, παίρνω εκδίκηση.