ἐκφύσημα

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφῡσημα Medium diacritics: ἐκφύσημα Low diacritics: εκφύσημα Capitals: ΕΚΦΥΣΗΜΑ
Transliteration A: ekphýsēma Transliteration B: ekphysēma Transliteration C: ekfysima Beta Code: e)kfu/shma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A pustule, Poll.4.190.    2 volcanic eruption, Sch.A.R.3.41; πυρὸς ἐ. D.S.3.53 (pl.): pl.,= πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 787] τό, das Aufgeblähte, die Geschwulst, Poll. 5, 190; eine durch ein Erdbeben entstandene Erhöhung, Hesych.; vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφύσημα: τό, φλύκταινα, «σπυρί», Πολυδ. Δ΄, 190· ὕψωμαλόφος σχηματισθεὶς ἐξ ἡφαιστειώδους ἐνεργείας, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41, Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκφυσήματα· πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς».

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 erupción volcánica, Call.Hist.4b, c. gen. πυρός Dionys.Scyt.3.5, γῆς ἐκφυσήματα Aristid.Or.25.25
plu. concr. rocas volcánicas Hsch.
2 medic. erupción cutánea, ampolla, flictena Poll.4.190, Hsch.s.u. φωΐδες, Hippiatr.47.2, 130.9.

Greek Monolingual

το (Α ἐκφύσημα)
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του εκφυσώ, το προερχόμενο από εκφύσηση
2. ιατρ. φλύκταινα
αρχ.
1. έκρηξη ηφαιστείου
2. «πέτραι ὑπερέχουσαι τῆς γῆς» (Ησύχ.).