εκών
Greek Monolingual
-ούσα, -όν (AM ἑκών, -οῡσα, -όν)
αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής
αρχ.
1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» — επίτηδες αποτύγχανε)
2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» — όσο εξαρτάται από μένα, όσο για μένα
β) «ἑκών ἄκων» — με τη θέλησή μου ή όχι
γ) «ἑκών παρ' ἑκόντος λαμβάνειν» — κατά αμοιβαία συναίνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχ. τ. μετοχής που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. usant- (θηλ. uśat-i), στο οποίο απαντά η μηδενισμένη βαθμίδα της αρχικής ΙΕ ρίζας wek- «θέλω, εύχομαι». Η απαθής βαθμίδα της ρίζας του ελληνικού τύπου εκών είναι υστερογενής και, μολονότι απαντά σε τύπους οριστικής άλλων γλωσσών (πρβλ. χετ. uek-mi, αρχ. ινδ. vaś-mi «εύχομαι, επιθυμώ, απαιτώ»), στην Ελληνική δεν έχει διασωθεί αντίστοιχος τ. (Fεκ-μι). Η σημασία του δηλώθηκε στην Ελληνική από τα ρήματα βούλομαι και εθέλω. Στην ίδια ρίζα ανάγονται και τα εκάεργος, ένεκα. Τέλος η δασύτητα εξηγείται πιθ. αναλογικά προς το έ].