εκχώρηση

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

η (AM ἐκχώρησις)
μεταβίβαση, παραχώρηση ενός δικαιώματος ή περιουσιακού στοιχείου με επίσημη πράξη
νεοελλ.
(νομ.) η σύμβαση με την οποία ένας πιστωτής μεταβιβάζει σε νέο πιστωτή την ενοχική απαίτησή του κατά του οφειλέτη
αρχ.
1. πορεία προς τα έξω, έξοδος
2. αποχώρηση, αναχώρηση, απομάκρυνση
3. παραχώρηση, χορήγηση.