εκχώρηση
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
Greek Monolingual
η (AM ἐκχώρησις)
μεταβίβαση, παραχώρηση ενός δικαιώματος ή περιουσιακού στοιχείου με επίσημη πράξη
νεοελλ.
(νομ.) η σύμβαση με την οποία ένας πιστωτής μεταβιβάζει σε νέο πιστωτή την ενοχική απαίτησή του κατά του οφειλέτη
αρχ.
1. πορεία προς τα έξω, έξοδος
2. αποχώρηση, αναχώρηση, απομάκρυνση
3. παραχώρηση, χορήγηση.