ἐλάττωμα

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάττωμα Medium diacritics: ἐλάττωμα Low diacritics: ελάττωμα Capitals: ΕΛΑΤΤΩΜΑ
Transliteration A: eláttōma Transliteration B: elattōma Transliteration C: elattoma Beta Code: e)la/ttwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.; ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3.    2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc.    3 defect, κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23; περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35; τὰ τῶν παιδικῶν ἐ. Chor.inRh.Mus.49.510; δωματικὰ ἐ. Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάττωμα: τό, μειονέκτημα, Δημ. 306. 12. 2) ἀπώλεια, ἧττα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15, Πολύβ. 1 32. 2. κτλ. 3) ἐλάττωμα, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὴν ὄψιν Διον. Ἁλ. 5. 23.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἐλάσσωμα.

Greek Monolingual

το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.