έναυσμα

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

το (Α ἔναυσμα)
1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα
2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση
3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση του πυρός που έχει ήδη μεταδοθεί, το εμπύρευμα
αρχ.
υπόλειμμα φωτιάς, σπινθήρας.