εξαίρετος

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐξαίρετος, -ον) εξαιρώ
1. εκλεκτός, διαλεχτόςεξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.)
2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ' εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
ό,τι δίδεται στον επιζώντα σύζυγο εκτός της κληρονομικής του μερίδας σε περίπτωση «διαδοχής εξ αδιαθέτου»
αρχ.
1. διαφορετικός
2. αυτός που εξαιρείται («ἀπέκτεινον και ἐξαίρετον ἐποιήσαντο οὐδένα», Θουκ.)
3. αυτός που αποχωρίζεται, ξεχωρίζεται για ορισμένο σκοπό («καὶ χίλια τάλαντα ἀπὸ τῶν ἐν τῇ ἀκροπόλει χρημάτων ἔδοξεν αύτοῑς ἐξαίρετα ποιησαμένους χωρὶς θέσθαι», Θουκ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαίρετον
α) διακριτικό σημάδι
β) ξεχωριστός χαρακτήρας
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξαίρετα
α) αναλώματα
β) μέρη μηχανήματος
γ) δώρα.
επίρρ...
εξαίρετα (AM ἐξαιρέτως)
1. σε εξαίρετο βαθμό, πάρα πολύ
2. πολύ καλά, θαυμάσια
αρχ.-μσν.
ιδίως, προπάντων
αρχ.
αποκλειστικά, εντελώς ξεχωριστά.