εξαπατώ

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξαπατῶ, -άω) (επιτ. τ. του απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.)
1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ
(α. «τον εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ' ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.)
2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ, εκμαυλίζω («τήν εξαπάτησε με υπόσχεση γάμου»)
νεοελλ.
παθ. (για συζύγους) γίνομαι θύμα συζυγικής απιστίας, μοιχείας του ή της συζύγου («εξαπατημένος κι ευχαριστημένος»)
αρχ.
φρ. «ἐξαπατῶ νόσον» — ελαττώνω κάπως έμμεσα την οξύτητα της ασθένειας, του παθήματος, ξεγελώ την αρρώστια ή την πείνα, τη δίψα κ.λπ.