Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαραρίσκω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρᾰρίσκω Medium diacritics: ἐπαραρίσκω Low diacritics: επαραρίσκω Capitals: ΕΠΑΡΑΡΙΣΚΩ
Transliteration A: epararískō Transliteration B: eparariskō Transliteration C: epararisko Beta Code: e)parari/skw

English (LSJ)

aor. 1 -ῆρσα: aor. 2 -ήρᾰρον:—

   A fit to or upon, fasten, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν on or to the posts, Il.14.167; ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν h.Merc.50.    II intr. in Ion. pf. ἐπάρηρα [ᾰρ], plpf. ἐπᾰρήρειν:—fit tight or exactly, μία δὲ κληῒ ἐπαρήρει a cross-bolt was fitted therein, Il.12.456; part. ἐπαρηρώς, υῖα, ός, close-fitting, well fixed, εὖ ἐπαρηρὼς ποσσίν firm on his feet, Arat.83: also ἐπάρμενος, η, ον, Ep. aor. part. Pass., well-fitted, prepared, ready, βίον, ὅπλα, Hes. Op.601, 627:—also in form ἐφάρμ-, suited, c. dat., Nonn.D.12.35.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαραρίσκω: μέλλ. ἐπάρσω: ἀόρ. β΄ -ήρᾰρον, ἀόρ. α΄ ἐπῆρσα. Προσαρμόζω εἴς τι ἢ ἐπί τινος, θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, «τοῖς παραστάσιν ἐφήρμοσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 167· ἐπὶ δὲ ζυγὸν ἤραρεν ἀμφοῖν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 50. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ Ἰων. πρκμ. ἐπάρηρα, ὑπερσ. ἐπαρήρειν, προσαρμόζομαι καλῶς ἢ ἀκριβῶς, μία δὲ κληΐς ἐπᾰρήρει, «ἐφηρμόζετο, ἐπέκειτο», Ἰλ. Μ. 456· μετοχ. ἐπαρηρώς, -υῖα, -ός, καλῶς ἡρμοσμένος, ἐστηριγμένος, ποσσὶν ἐπαρηρὼς Ἄρατ. 83· ὡσαύτως ἐπάρμενος, -η, -ον, Ἐπικ. συγκεκομ. μετοχ. παθ. ἀορ., καλῶς προσηρμοσμένος, καλῶς παρεσκευασμένος, ἕτοιμος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 599, 625.

French (Bailly abrégé)

prés. inus, auquel on rattache qqf les formes d’ao. ἐπῆρσα, de pf. ἐπάρησα et d’ao.2 Moy. sync. ἐπάρμενος;
1 tr. ajuster ou fixer à ou sur : τί τινι une chose à ou sur une autre;
2 intr. (au pf., au pqp. 3ᵉ sg. ἐπαρήρει et au part. ao.2 Moy. poét. ἐπάρμενος) être bien ajusté.
Étymologie: ἐπί, ἀραρίσκω.

English (Autenrieth)

aor. 1 ἐπῆρσε, plup. ἐπαρήρει: trans. (aor. 1), fit to (τινί τι), Il. 14.167, 339; intr. (plup.), fit in, Il. 12.456.

Greek Monolingual

ἐπαραρίσκω (AM)
1. αρμόζω, προσαρμόζω καλά πάνω σε κάτι
2. παρασκευάζω, κατασκευάζω
αρχ.
1. στηρίζω κάτι κάπου, προσαρμόζω κάπου («πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῑσιν ἐπῆρσεν», Ομ. Ιλ.)
2. (μτχ. παρακμ.) ἐπαρηρώς, -υīa, -ός
καλά στηριγμένος, προσαρμοσμένος
(«ευ ἐπαρηρῶς ποσσίν» — στεκόμενος καλά όρθιος στα πόδια του). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αραρίσκω «ταιριάζω, προσαρμόζω»].