ἐπεκβαίνω
From LSJ
English (LSJ)
A go out upon, disembark, ἐς γῆν Th.8.105: abs., Id.1.49: c. acc., ἐ. χέρσον, of waves, go out over, AP7.393 (Diocl., χέρσῳ cod.), 9.276 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 913] (s. βαίνω), noch dazu, hinterher aussteigen, ἐς τὴν γῆν Thuc. 8, 105; Sp.; χέρσον, austreten aufs Land, von Wellen, Crinag. 31 (IX, 276).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεκβαίνω: ἐκβαίνω εἴς τι, ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν Θουκ. 8. 105· ἀπολ., ὁ αὐτὸς 1. 49: - μετ’ αἰτιατ., χέρσον, ἐπεκβαίνειν, ἐπὶ κυμάτων, Ἀνθ. Παλ. 9. 276.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἐπεξέβην;
sortir pour aller sur, descendre (à terre).
Étymologie: ἐπί, ἐκβαίνω.
Greek Monolingual
ἐπεκβαίνω (AM)
μσν.
(για χρόνο) περνώ
αρχ.
1. αποβιβάζομαι («ἐς τὴν γῆν ἐπεξέβησαν», Θουκ.)
2. (με αιτ.) (για κύμα) βγαίνω έξω στην ακτή.