ἐπινίφω

From LSJ
Revision as of 07:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινίφω Medium diacritics: ἐπινίφω Low diacritics: επινίφω Capitals: ΕΠΙΝΙΦΩ
Transliteration A: epiníphō Transliteration B: epiniphō Transliteration C: epinifo Beta Code: e)pini/fw

English (LSJ)

misspelling of ἐπινείφω, q.v.

German (Pape)

[Seite 965] darauf, dazu schneien; ὅταν δ' ἐπινίφῃ Xen. Cyn. 8, 1; Sp.; bei Theophr. vielleicht auch transit., überschneien.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινίφω: ῑ, νίφω, χιονίζω ἐπί, οἷς δ’ ὁ Θεὸς ἐπινίφει καὶ ἐπομβρεῖ Φίλων 1. 296. 2) ἀπροσ., ἐπινίφει, ἐκ νέου χιονίζει, ἐξακολουθεῖ νὰ πίπτῃ χιών, Ξεν. Κυν. 8. 1. ΙΙ. μεταβ., καλύπτω διὰ χιόνος, ἐν τῷ Παθ., ὅταν ἐπινιφθῇ κατὰ τὴν ἀπάνθησιν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 14, 6, Φίλων 1. 441.

French (Bailly abrégé)

1 faire tomber de la neige sur ; Pass. être couvert de neige;
2 impers. • ἐπινίφει la neige continue à tomber.
Étymologie: ἐπί, νίφω.

Greek Monolingual

ἐπινίφω και ἐπινείφω (Α)
1. καλύπτω με χιόνι
2. απρόσ. επινίφει
εξακολουθεί να χιονίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίφω «χιονίζω»].