εργολάβος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

ο (AM ἐργολάβος)
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου με ορισμένη αμοιβή
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ως επάγγελμα την εργολαβία, την ανάληψη της εκτέλεσης έργων με ορισμένη αμοιβή
2. επιρρεπής σε ερωτοτροπία
3. γλυκό με αμύγδαλα και ασπράδι αβγού
αρχ.
ως επίθ. κερδοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + -λαβ-ος από θ. λαβ- (πρβλ. αόρ. β’ έ-λαβ-ον) (λαβ-ή), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δικολάβος)].