ἑτεροθαλής

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροθᾰλής Medium diacritics: ἑτεροθαλής Low diacritics: ετεροθαλής Capitals: ΕΤΕΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: heterothalḗs Transliteration B: heterothalēs Transliteration C: eterothalis Beta Code: e(teroqalh/s

English (LSJ)

ές,

   A flourishing on one side: of children of the same father, but different mothers, Cat.Cod.Astr.8(3).110, Eust.1283.2, Tz.ad Hes.Op. 374.

German (Pape)

[Seite 1048] ές, auf der einen Seite grünend; übertr., von Kindern, denen der Vater oder die Mutter fehlt, Ggstz von ἀμφιθαλής, Eust. zu Il. 22 p. 1389, 32; Schol. Hes. O. 374.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροθᾰλής: -ές, θάλλων ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους, ἐπὶ τέκνων τοῦ αὐτοῦ μὲν πατρὸς ἀλλ’ ἐκ διαφόρων μητέρων, δηλ. ἐπὶ τέκνων μὴ ὁμομητρίων, Εὐστ. Ἰλ. 1283, 2, Κ. Μανασσ. Χρον. 6440, Γεωργ. Παχυμ. Μιχ. Παλ. σ. 197Β, Ἀρμενόπουλ. 5. 9, 19 κ. ἀλλ., ἀντίθ. τῷ ἀμφιθαλής. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 23.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροθαλής, -ές)
(για αδέλφια) νεοελλ. από τον ίδιο πατέρα και από άλλη μητέρα ή από την ίδια μητέρα και από άλλο πατέρα
αρχ.-μσν.
από τον ίδιο πατέρα και από άλλη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -θαλής < θάλλω)].