ἐτυμόδρυς
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
ῠος, ἡ,
A true oak, Quercus Robur, Thphr.HP3.8.2,7.
German (Pape)
[Seite 1053] υος, ἡ, die edle Eiche mit süßen Eicheln, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτῠμόδρῡς: -ῠος, ἡ, ἡ ἀληθὴς δρῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἡ τὰς γλυκείας βαλάνους ἔχουσα».
Greek Monolingual
ἐτυμόδρυς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
η αληθινή δρυς, «ἡ τὰς γλυκείας βαλάνους ἔχουσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + δρυς].