έτης

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

ἔτης, ὁ (Α)
I. στον πληθ. oἱ ἔται
1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε», Ομ. Ιλ.
β. «γείτονες ἠδὲ ἔται», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἔτας
τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»
4. οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῑς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», Θουκ.)
II. (σπαν. στον εν.) ἔτης
1. αυτός που δεν κατέχει κάποια δημόσια αρχή, ο ιδιώτηςοὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ», Αισχύλ.)
2. ο φίλοςἔτης Ἡρακλῆος», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < swe-t-ā < ΙΕ ρίζα swe- (πρβλ. ) παρεκτεταμένη με -t. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας ψίλωση και δίγαμμα. To Fέτᾱς συνδέεται με αρχ. ρωσ. svatŭ (IE swōtos) «κουνιάδος», λιθ. svẽčias (< ΙΕ swetjos) «φιλοξενούμενος» (βλ. και λ. εταίρος). Η λ. έτης στον Όμηρο σήμαινε «οικείος, μακρινός συγγενής», αλλά αργότερα πήρε τη σημ. «πολίτης, δημότης» (Πίνδ. Θουκ.) και «ιδιώτης» (τραγικοί)].