εὐορκία

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐορκία Medium diacritics: εὐορκία Low diacritics: ευορκία Capitals: ΕΥΟΡΚΙΑ
Transliteration A: euorkía Transliteration B: euorkia Transliteration C: evorkia Beta Code: eu)orki/a

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Pi.O.2.66 (pl.), App.Pun.63, Hierocl. in CA2p.422M.    II in pl., oaths taken with a good conscience, Lib.Or.59.122.

German (Pape)

[Seite 1085] ἡ, dass., plur., Pind. Ol. 2, 72; Poll. 1, 39.

Greek (Liddell-Scott)

εὐορκία: ἡ, = τῷ προηγ., Πινδ. Ο. 2. 119.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fidélité au serment.
Étymologie: εὔορκος.

English (Slater)

εὐορκία
   1 fidelity to oaths οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις (O. 2.66)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐορκία) εύορκος
η πιστή τήρηση του όρκου
νεοελλ.
1. ο αληθινός όρκος, το να λέει κάποιος την αλήθεια σε ένορκη διαβεβαίωση
2. ευσυνειδησία
πληθ. αἱ εὐορκίαι
οι όρκοι που δίνονται με καθαρή συνείδηση.