εὐπίνεια

From LSJ
Revision as of 07:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπίνεια Medium diacritics: εὐπίνεια Low diacritics: ευπίνεια Capitals: ΕΥΠΙΝΕΙΑ
Transliteration A: eupíneia Transliteration B: eupineia Transliteration C: efpineia Beta Code: eu)pi/neia

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, perh.

   A elegance of style, Longin.30.1; cf.sq.11.    2 εὐπινείας χάριν for embellishment, Heliod. ap. Orib.49.4.42.

German (Pape)

[Seite 1088] ἡ, alte, einfache und kräftige Schönheit im Ausdruck, Longin. 30, 1; vgl. nitor obsoletus, Auct. ad Herenn. 4, 46.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπίνεια: ἡ, ἀρχαιοπρεπὴς καλλονὴ ἐκφράσεως, ἐφ᾿ ἧς ὁ τῆς ἀρχαιότητος πίνος, δηλ. ὁ χνοῦς ἠρέμα καὶ λεληθότως ἐπιτρέχει, nitor obsoletus (Auct. ad Herenn. 4. 16)· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ ὕφους τῶν ἀρχαίων συγγραφέων, ἁπλότης, ἀφέλεια, Λογγῖνος 30· ἴδε εὐπινὴς ΙΙ. 2) ποιότης καλοῦ σιδήρου, Ὀρειβάσ. 125 Mai.

Greek Monolingual

εὐπίνεια, ἡ (Α) ευπινής
1. (για ύφος) απλότητα, κομψότητα εκφράσεως
2. διακόσμηση
3. (για σίδηρο) καλή ποιότητα, λαμπρότητα.