εὐρύχωρος
English (LSJ)
ον,
A roomy, wide, Arist.PA675b27; πεδίον D.S.19.84; ναῦς Max. Tyr.1.3; τὰ εὐ. wide spaces, Aen. Tact.2.2, Ph.Bel.92.47.
German (Pape)
[Seite 1096] von weitem Raum od. Umfang, geräumig, πόλις, πεδίον u. ä., Arist. H. A. 10, 5 u. Sp., wie D. Sic. 19, 84; LXX. oft.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύχωρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 5, 12, Διόδ. 19. 84.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au vaste emplacement, vaste, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χώρα.
English (Strong)
from eurus (wide) and χώρα; spacious: broad.
English (Thayer)
εὐρύχωρον (εὐρύς broad, and χώρα), spacious, broad: Sept.; Aristotle, h. anim. 10,5 (p. 637a, 32); Diodorus 19,84; Josephus, Antiquities 1,18, 2; (8,5, 3; contra Apion 1,18, 2).)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐρύχωρος, -ον)
αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος
αρχ.
αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό-χωρος, στενό-χωρος].