ἐφῆλιξ
From LSJ
English (LSJ)
Dor. -ᾶλιξ, ῐκος, ὁ, ἡ,
A adolescent, νεότας AP7.427.5 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1117] ικος, jugendlich, im kräftigen Alter, τὸ τᾶς νεότατος ἐφήλικος ἄνθος Antip. 93 (VII, 427); nach Schol. Ar. Vesp. 1201 ὁ νέος ἐφῆλιξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, = ἔφηβος, Ἀνθ. Π. 7. 427.
Greek Monolingual
ἐφῆλιξ, -ικος, δωρ. τ. ἐφᾱλιξ, ὁ (Α)
νέος, νεαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἧλιξ «συνομήλικος»