ζωνάρι
From LSJ
Greek Monolingual
και ζουνάρι, το (AM ζωνάριον, Μ και ζωνάριν)
1. ζώνη, πλατιά λωρίδα συνήθως από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η μέση και έτσι συγκρατείται το κάτω από τη μέση ρούχο, απαραίτητο άλλοτε εξάρτημα τόσο της ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας
νεοελλ.
1. ζωστήρας
2. φρ. α) «έχει κρεμάσει» ή έχει λύσει το ζωνάρι του για καβγά» — έχει εριστική διάθεση είναι έτοιμος για καυγά
β) «ζωνάρι της καλογριάς» — ο Γαλαξίας
γ) «ζωνάρι της Παναγίας ή της κυράς ή τ' ουρανού» — το ουράνιο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + κατάλ. -αρι(ον), πρβλ. συναξ-άρι(ον), τροπάρι(ον)].