ημερώνω

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

και μερώνω (AM ἡμερῶ, -όω, Μ και ἡμερώνω) ήμερος
1. κάνω κάποιον ή κάτι ήμερο, δαμάζω, τιθασεύω
2. (για φυτά) κάνω κάτι καρποφόρο με την καλλιέργεια, καλλιεργώ
3. (για πρόσ.) εκπολιτίζω, εξευγενίζω
νεοελλ.
1. (αμτθ.) ημερεύω, καταπραΰνομαι, ησυχάζω, μαλακώνω («όντας μ' απομακρύνεσαι, κλαίω και δε μερώνω», δημ. τραγ.)
2. καταπραΰνω, κατευνάζω
μσν.
1. μετριάζομαι, λιγοστεύω
2. συμφιλιώνομαι με κάποιον
αρχ.
1. (για γη) καλλιεργώ
2. (για χώρα) καθαρίζω τη γη απαλλάσσοντάς την από θηρία και ληστές («ναυτιλίαισί τε πορθμόν ἁμερώσαις», Πίνδ.)
3. υποτάσσω («ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον τὴν ἐξυβρίσασαν», Ηρόδ.).