ημιγονυπετής

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που γονατίζει με το ένα πόδι
2. φρ. (γυμναστ.) «ημιγονυπετής θέση» — στάση του σώματος στην οποία το ένα σκέλος στηρίζεται στο έδαφος με το γόνατο, ενώ το άλλο είναι φυσικώς λυγισμένο και προβάλλει στηριζόμενο με το πέλμα στο έδαφος.