ημιεπίσημος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που είναι μόνο εν μέρει επίσημος, που δεν έχει εντελώς επίσημο χαρακτήρα («ημιεπίσημη ανακοίνωση»)
2. φρ. «ημιεπίσημο όργανο της κυβέρνησης» — εφημερίδα που εκδίδεται από ιδιώτη, αλλά στην πραγματικότητα απηχεί τη γνώμη της κυβέρνησης.
επίρρ...
ημιεπισήμως και -α
με τρόπο ημιεπίσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + επίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο].