ημιεπίσημος

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που είναι μόνο εν μέρει επίσημος, που δεν έχει εντελώς επίσημο χαρακτήρα («ημιεπίσημη ανακοίνωση»)
2. φρ. «ημιεπίσημο όργανο της κυβέρνησης» — εφημερίδα που εκδίδεται από ιδιώτη, αλλά στην πραγματικότητα απηχεί τη γνώμη της κυβέρνησης.
επίρρ...
ημιεπισήμως και -α
με τρόπο ημιεπίσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + επίσημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλέξανδρο Σούτσο].