ἠπειρώτης

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπειρώτης Medium diacritics: ἠπειρώτης Low diacritics: ηπειρώτης Capitals: ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ
Transliteration A: ēpeirṓtēs Transliteration B: ēpeirōtēs Transliteration C: ipeirotis Beta Code: h)peirw/ths

English (LSJ)

ον, ὁ, fem. ἠπειρ-ῶτις, ιδος,

   A landsman, Luc.Ind.19; ἄγειν ἀπειρώταν [ἰχθύν] to treat it as a landsman, Theoc.21.58 (prob. l.); ἵπποι Philostr.Im.1.30.    II Subst. -ώτης, ὁ, dweller on the mainland, opp. νησιώτης, Hdt.6.49, cf. 1.171, Isoc.4.132: fem. Adj., αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt.1.151, cf. 7.109, Th.1.5, al.; also ἠ. ξυμμαχία alliance with a military power, opp. ναυτική, ib.35, cf. 4.12; πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας Id.6.86.    III Asiatic, ψυχή E.Andr.159: Subst. fem., ib.652.    2 Ἠπειρώτης, ου, ὁ, an Epirote, Arist.Fr.494.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, fem. ἠπειρῶτις, ιδος, ἡ, auf dem Festlande, Ggstz νησιώτης, Isocr. 4, 132; πόλιες ἠπειρώτιδες, Städte im Binnenlande (im Continent Asien), Ggstz Küsten- u. Inselstädte, Her. 1, 151. 7, 109; ξυμμαχία ἠπ., im Ggstz von ναυτική, Thuc. 1, 35; – Ggstz von θαλάσσιος, 4, 2; – auch = asiatisch, Eur. Andr. 159. 650.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπειρώτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῶτις, ιδος, Ι. ἐκ τῆς ξηρᾶς, ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀντίθ. νησιώτης, Ἡροδ. 6. 49, πρβλ. 1. 171· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς ἐν ταῖς νήσοις, αὐτόθι 151, πρβλ. 7. 109, Θουκ. 1. 5, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως, ἠπ. ξυμμαχία, συμμαχία μετ᾿ ἠπειρωτικῆς δυνάμεως, ἀντιθ. ναυτική, αὐτόθι 35, πρβλ. 4. 12· πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας ὁ αὐτ. 6. 86. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἤπειρον τῆς Ἀσίας Ἀσιατικός, Εὐρ. Ἀνδρ. 159, 652, Ἱσοκρ. 68Α· πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ, Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 177. 2) Ἠπειρώτης, ὁ, κάτοικος τῆς Ἠπείρου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 452, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 19.

French (Bailly abrégé)

ου;
1 adj. m. de la terre ferme, du continent, continental;
2 subst. habitant de l’Asie, Asiatique ou habitant de l’Épire, Épirote.
Étymologie: ἤπειρος.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις)
1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό
2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ' ἠπειρώτας δι' ἀφθονίαν της χώρας... περιορῶντας», Ισοκρ.)
3. ως κύρ. όν. ο Ηπειρώτης, η Ηπειρώτισσα
ο κάτοικος της Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας
2. φρ. «ἠπειρῶτις ξυμμαχία» — συμμαχία με ηπειρωτική δύναμη (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -ώτης, πρβλ. επαρχι-ώτης. Δηλώνει τον κάτοικο της ξηράς σε αντιδιαστολή προς αυτόν τών νησιών και αναφερόταν κυρίως στους κατοίκους της Μικράς Ασίας και της Ηπείρου].