θέτης
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ου, ὁ, (τίθημι)
A one who places, ὀνομάτων θ. name-giver, Pl. Cra.389d. II mortgagor, χωρίων Is.10.24. III adoptive father of a child, Did. ap. Harp.
German (Pape)
[Seite 1204] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων θέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.
Greek (Liddell-Scott)
θέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) ὁ τιθείς, θ. ὀνόματος, ὁ δίδων ὄνομα, ὀνομάζων, Πλάτ. Κρατ. 389 Ε. ΙΙ. ὁ καταθέτων παρακαταθήκην ἢ ἐγγύησιν, Ἰσαῖ. 82. 18˙ πρβλ. θέσις ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ θετὸς πατὴρ παιδίου, Φώτ., Ἁρποκρ.˙ πρβλ. θέσις ΙΙΙ.
Greek Monolingual
θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) τίθημι
αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του
αρχ.
1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» — ο ονοματοθέτης)
2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο.