θρονί

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ θρόνιον, Μ και θρόνιον) θρόνος
1. μικρός θρόνος, κάθισμα, σκαμνί με ερεισίνωτο
2. βασιλικός ή ιερατικός θρόνος
νεοελλ.
1. ξύλινο έπιπλο σε ορισμένη θέση του ναού, όπου τοποθετείται εικόνα της Θεοτόκου ή τιμώμενου αγίου («το θρονί της Παναγίας»)
2. κυριαρχία, δύναμη
3. υψηλή θέση, αξίωμα
4. έδρα, βάση («εις την Αθήνα, που 'τόνε... το θρονί της αρετής», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.-μσν.
βασιλική εξουσία
αρχ.
μέρος του αστερισμού Κασσιόπη.