Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ιπποτικός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

-ή, -ό ιππότης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιππότη ή στον ιπποτισμό («ιπποτική συμπεριφορά»)
2. ευγενής, γενναίος, έντιμος, λεπτός στους τρόπους
3. φρ. α) (κατά τον μεσαίωνα) «ιπποτικά τάγματα» — στρατιωτικά τάγματα που μάχονταν υπέρ της πίστεως
β) «ιπποτικά ποιήματα» — ποιήματα που υμνούσαν τους άθλους τών ιπποτών.
επίρρ...
ιπποτικώς και -ά
με ιπποτικό τρόπο, με ιπποτισμό.