ἱππογνώμων
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A judging well of horses: hence generally, quick in judging, τινος A.Fr.243, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1259] ονος, pferdekundig, u. übertr., θυμός, übh. kundig, Aesch. frg. 219; vgl. Schol. Soph. Ai. 143.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππογνώμων: -ον, γεν. ονος, ὁ δυνάμενος νὰ κρίνῃ καλῶς περὶ ἵππων· ἐντεῦθεν καθόλου, ταχύς, ὀξὺς εἰς τὸ κρίνειν, τινὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· πρβλ. προβατογνώμων.
Greek Monolingual
ἱππογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να εκφέρει ορθή κρίση για ίππους
2. ταχύς ή οξύς στην κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + γνώμων (< γνώμη < γιγνώσκω), πρβλ. αργυρο-γνώμων, προβατο-γνώμων.