ισθμός

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

ο (Α ἰσθμός, ὁ και σε επιγρ. και ή)
1. στενή λωρίδα γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο στεριές («ο ισθμός της Παλλήνης»)
2. ως κύρ. όν. ο Ισθμός
ο Ισθμός της Κορίνθου
νεοελλ.
κοιλότητα του σώματος που ενώνει δύο ευρύτερες κοιλότητες
αρχ.
1. στενή διάβαση, «λαιμός»
2. φάρυγγας, λαιμός
3. στενή κορυφογραμμή στον Καύκασο μεταξύ Κασπίας και Ευξείνου
4. (για θάλασσα) διώρυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέθηκε με το εἶμι «πηγαίνω» και σχηματίστηκε με επίθημα -θμο-, το οποίο απαντά στον παράλληλο τ. -θμός (σε δελφική επιγραφή) και στα -θμα, εἰσ-ί-θμη. Το -σ- όμως της λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ η αναγωγή σε ΙΕ τ. idh-dhmo- είναι αβέβαιη. Τέλος, από σημασιολογικής πλευράς η λ. ἰσθμός μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. eid «ἱσθμός» < ΙE oi-dho- (ή oi-to)].