κακότυχος
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κακότυχος, -ον)
αυτός που έχει κακή τύχη, άτυχος, κακόμοιρος, δύστυχος
μσν.
1. αυτός που φέρνει δυστυχία, συμφορά («ὤχου καιρὸς κακότυχος», Σουμμ.)
2. κακός, πονηρός.
επίρρ...
κακότυχα (Μ κακότυχα)
με δυστυχία, άτυχα, άθλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κακοτυχής (πρβλ. και άτυχος < ατυχής)].