κάμαρα
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
Greek Monolingual
και κάμαρη και κάμερα, η (Μ κάμαρα και κάμαρη και κάμερα)
1. δωμάτιο, θάλαμος
2. (ειδ.) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
νεοελλ.
ναυτ. α) «η κάμαρα της βάρκας» — ο κενός χώρος μετά το σανίδωμα της πρύμνης, όπου υπάρχουν τα καθίσματα για τους επιβάτες
β) «η κάμαρα της πρύμνης» — η εξέδρα του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. camera ή camara «αψίδα, θόλος» < ελλ. καμάρα. Η λ. κάμαρη είναι μεταπλασμένος τ. του κάμαρα.
ΠΑΡ. νεοελλ. καμαράκι, καμαριέρης, καμεροπούλα, καμαρούλα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κρεβατοκάμαρα, παλιοκάμαρα].