κανονάρχης

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek (Liddell-Scott)

κανονάρχης: -ου, ὁ, ἐν τοῖς μοναστηρίοις ὁ ἐπὶ τῶν κανόνων, ὁ ὁδηγὸς ἐν ταῖς ἱεροπραξίαις, ὁ ἐπιβλέπων τὴν κανονικὴν τέλεσιν τῶν ἱεροπραξιῶν, Νεῖλ. 497Β, Κύριλλ. Σκυθ. Β. Σ. 287Β, 303Λ, Ἰω. Μοσχ. 2860, κλ.

Greek Monolingual

και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος)
βοηθός του ψάλτη, που του υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων
νεοελλ.-μσν.
μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής, υποκινητής («σε όλα τα ζητήματα είναι ο κανονάρχης του»)
αρχ.
(για τους κανόνες στα μοναστήρια) ο επί τών κανόνων στα μοναστήρια, δηλ. αυτός που επιβλέπει την ακριβή και κανονική εκτέλεση του τυπικού κατά τις ιεροπραξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + -άρχης (< ἄρχω / ἄρχομαι), πρβλ. επιτελ-άρχης, τελετ-άρχης].