κατάβαση

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η (AM κατάβασις) καταβαίνω
1. η πορεία προς τα κάτω, κατέβασμα, κάθοδος
2. η οδός, ή το μέρος από το οποίο κατεβαίνει κάποιος, καταβαθμός
νεοελλ.-μσν.
(βυζ. μουσ.) η κίνηση της φωνής από τους οξείς προς χαμηλότερους φθόγγους της κλίμακας
μσν.
μτφ. πρωκτός
αρχ.
1. η κάθοδος από την άνω Ασία προς την παραλία
2. καταβάσιον, τόπος όπου τοποθετούσαν τα λείψανα κάτω από το θυσιαστήριο του ναού
3. η σύλληψη ιδέας στον νου
4. η λαβή από την οποία πιάνεται κάποιος για να κατεβεί («καὶ ὑποκάτωθεν χῶραι, ἔργον καταβάσεως», ΠΔ)
5. κατωφέρεια, κατηφοριά
6. ως κύριο όν. Κατάβασις
τίτλος έργο του Δικαιάρχου.