καταπίμελος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ον,
A very fat or rich, of persons or lands, Dsc.1.24, Antyll. ap. Orib.7.16.4, Gal.19.451; στέαρ Dsc.2.76.
German (Pape)
[Seite 1369] sehr fett, Paul. Aeg. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίμελος: ον ῑ, λίαν παχύς, Γαλην. 19. 451, Παῦλ. Αἰγ. 4. 76.
Greek Monolingual
καταπίμελος, -ον (Α)
1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής, πολύ πλούσιος ή εύφορος
2. πολύ λιπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμ-πίμελος, περι-πίμελος].