καταφαρμάσσω

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἢ δεῖ σιωπᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια → you should either keep silence or make timely remarks (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαρμάσσω Medium diacritics: καταφαρμάσσω Low diacritics: καταφαρμάσσω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΜΑΣΣΩ
Transliteration A: katapharmássō Transliteration B: katapharmassō Transliteration C: katafarmasso Beta Code: katafarma/ssw

English (LSJ)

   A bewitch with drugs, κατά με ἐφάρμαξας Hdt.2.181: metaph., τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. Plu.Dio 14.

Greek (Liddell-Scott)

καταφαρμάσσω: διὰ φαρμάκων μαγεύω ἢ καὶ βλάπττω, δηλητηριάζω (ὡς τὸ φαρμακεύω), κατά με ἐφάρμαξες Ἡρόδ. 2. 181· μαγεύω, γοητεύω, ὁ Δίων κατεπᾴδων καὶ κ. Διονύσιον τῷ τοῦ Πλάτωνος λόγῳ Πλουτ. Δίων 14· ἀνακουφίζω, καταπραΰνω, λογισμοῖς τὸ πάθος κ. Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

empoisonner ; fig. ensorceler, acc..
Étymologie: κατά, φαρμάσσω.

Greek Monolingual

καταφαρμάσσω (Α)
1. δηλητηριάζω ή μαγεύω κάποιον με φάρμακα
2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαρμάσσω «δηλητηριάζω ή μαγεύω κάποιον με φάρμακα»].