καύαξ

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

German (Pape)

[Seite 1407] ακος, ὁ, ion. καύηξ, ηκος, ein Meervogel, eine Mövenart, vgl. κήξ; Lycophr. 425. 741; καύηξι Leon. Tar. 74 (VII, 652); Euphor. bei E. M.

Greek (Liddell-Scott)

καύαξ: -ᾱκος, Ἰων. καύηξ, ηκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. κήξ, ὁ λάρος.

Greek Monolingual

καύαξ, -ακος, ιων. τ. καύηξ, -ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α)
είδος θαλάσσιου πτηνού, πιθανώς ο γλάρος («ἄντλῳ δ' ἐνθούπησε πεσοῡσ' ὡς εἰναλίη κήξ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. θυμίζει το ἱέρ-αξ, ενώ το θ. προέρχεται μάλλον από ονοματοποιία και θα μπορούσε να συνδεθεί με το γαλατ. cuan (απ' όπου το λατ. cavannus) και το αρχ. άνω γερμ. hūwo, που όλα τους σημαίνουν «κουκουβάγια»].