καχάζω

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχάζω Medium diacritics: καχάζω Low diacritics: καχάζω Capitals: ΚΑΧΑΖΩ
Transliteration A: kacházō Transliteration B: kachazō Transliteration C: kachazo Beta Code: kaxa/zw

English (LSJ)

Dor. fut.

   A καχαξῶ Theoc.5.142:—also in nasalized form καγχάζω, S.Aj.198 (lyr., v.l.), Babr.99.8, AP5.229 (Paul.Sil.), 6.74 (Agath.); cf. ἀνακαγχάζω:—laugh aloud, S.Ichn.348, Ar.Ec.849, Anacreont.31.29, Luc.DMeretr.6.3; ἐπί τινι at one, Eub.8, Luc. Am.23; μέγα κατά τινος Theoc. l. c.; jeer, mock, ἁπάντων καγχαζόντων γλώσσαις S.Aj.l.c. (Prob. onomatopoeic, by dissim. fr. χὰ χά 'ha! ha!')

German (Pape)

[Seite 1409] (χάω, χαίνω), fut. dor. καχαξῶ, Theocr. 5, 142, laut lachen, ἀθρόως γελᾶν, VLL. Diese Form ist durch das Metrum geboten Ar. Eccl. 849 Anacr. 31, 29; kann auch Soph. Ai. 198 (hohnlachen) stehen. Erst Sp., wie Luc. amor. 23 (ἐπί τινι) D. meretr. 6, 3 Ath. X, 438 f Poll. 6, 199 haben καγχάζω. Vgl. kichern, cachinnari.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰχάζω: Δωρ. μέλλ. καχαξῶ, Θεόκρ. 5. 142·- (πιθανῶς κατ’ ὀνοματοπ. ὡς τὸ καγχαλάω, Λατ. cachinnor), (ἐκ τοῦ κατὰ τὸν γέλωτα ἐπαναλαμβανομένου συχνὰ φθόγγου χα- χα- χα-, πρβλ. τὸ σημερινὸν χαχανίζω ἢ καχανίζω, ἐπὶ τοῦ ἠχηροῦ γέλωτος τῶν ἀνδρῶν, ὡς τὸ κιχλίζω, ἐπὶ τῶν γυναικῶν), Κλήμ. Ἀλεξ. 196· ἀθρόως, ἀφθόνως καὶ ἀμέτρως γελῶ, (ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «ἀθρόως, ἀπαιδεύτως γελῶ»). Καγχάζω, ἠχηρῶς γελῶ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 849, Ἀνακρεόντ. 34, 29, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 3· ἐπί τινι, διά τι, Εὔβουλ. ἐν «Δαμ.» 1, Λουκ. Ἔρωτες 23· μέγα κατά τινος Θεόκρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡσαύτως μετά τινος σημασίας καταφρονήσεως ἢ ἐμπαιγμοῦ, ἁπάντων καχαζόντων γλώσσαις Σοφ. Αἴ. 199.- Τὰ Ἀντίγραφα συχνάκις παρέχουσι τὴν γραφὴν καγχάζω (ὡς ἀνακαγχάσας Πλάτ. Εὐθύδ. 300D, ἀνεκάγχασε Πολ. 337Α), καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Βαβρ. 99. 8, λύκος δ’ ἐπ’ αὐτῷ καγχάσας, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 5. 230., 6. 74· ἀλλ’ ὁ παλαιὸς Ἀττ. τύπος ἦτο καχάζω, ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου παρὰ Σοφ. καὶ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. καχασμός.

French (Bailly abrégé)

f. καχάξω;
rire aux éclats.
Étym. skr. kákhati, lat. cachinnare.

Greek Monolingual

καχάζω (Α)
βλ. καγχάζω.