κηκάζω
From LSJ
English (LSJ)
(
A κηκαδεῖ Hsch.), abuse, revile, Lyc.1386.
German (Pape)
[Seite 1430] = κακίζω, schlecht machen, schmähen, schelten, τινά, Lycophr. 1386. Eigtl. vom Schreien der κήξ, Eust. Od. 1780, 20.
Greek Monolingual
κηκάζω (Α)
κακολογώ, βρίζω, ονειδίζω («κηκάζει
λοιδορεῑ, χλευάζει», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kāk- «περιγελώ, κοροϊδεύω» που είναι προϊόν ηχομιμήσεων (πρβλ. κήξ, καχάζω) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huohōn «κοροϊδεύω», huoh «κοροϊδία»].