κηκάζω

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηκάζω Medium diacritics: κηκάζω Low diacritics: κηκάζω Capitals: ΚΗΚΑΖΩ
Transliteration A: kēkázō Transliteration B: kēkazō Transliteration C: kikazo Beta Code: khka/zw

English (LSJ)

(

   A κηκαδεῖ Hsch.), abuse, revile, Lyc.1386.

German (Pape)

[Seite 1430] = κακίζω, schlecht machen, schmähen, schelten, τινά, Lycophr. 1386. Eigtl. vom Schreien der κήξ, Eust. Od. 1780, 20.

Greek Monolingual

κηκάζω (Α)
κακολογώ, βρίζω, ονειδίζω («κηκάζει
λοιδορεῑ, χλευάζει», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kāk- «περιγελώ, κοροϊδεύω» που είναι προϊόν ηχομιμήσεων (πρβλ. κήξ, καχάζω) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huohōn «κοροϊδεύω», huoh «κοροϊδία»].