κιόνιον

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑόνιον Medium diacritics: κιόνιον Low diacritics: κιόνιον Capitals: ΚΙΟΝΙΟΝ
Transliteration A: kiónion Transliteration B: kionion Transliteration C: kionion Beta Code: kio/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of κίων,

   A small pillar, Ph.Bel.76.15, Poll.7.73, IG3.162, CIG4608 (Palestine).    II central column in a snail's shell, Dsc.2.4.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, dim. von κίων, kleine Säule; Poll. 7, 73; Inscr. – Im Schneckengehäuse das Pfeilerchen, die Spindel, um welche sich das Schneckengewinde dreht.

Greek (Liddell-Scott)

κῑόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κίων, κιονίσκος, μικρὸς κίων, Συλ. Ἐπιγρ. 481, 4808, Πολυδ. Ζϳ, 73. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., «κιόνια δὲ καλεῖται τὰ ἐπὶ τῶν κηρύκων ἢ πορφυρῶν μέσα περὶ οἷς ἡ ἕλιξ ἐστὶ τοῦ ὀστράκου» Διοσκ. 2. 6.

Greek Monolingual

το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) κίων
(υποκορ. του κίων) μικρός κίονας
μσν.
1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.)
2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας
αρχ.
κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ελίσσεται το σπειροειδές κέλυφος τών οστρακοδέρμων.