κλιμακτηρικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
όν,
A climacterical, [ἐνιαυτός] Gell. 15.7.2, cf. Plin.Ep.2.20.3; κ. λόγος Vett.Val.148.20; κ. ὑπάντησις Ptol.Tetr.140.
German (Pape)
[Seite 1453] zur Stufe gehörig; κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός, das Stufenjahr, so hieß bes. das 63ste Lebensjahr, als der gefährlichste Abschnitt im Leben des Menschen, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλιμακτηρικός, -ή, -όν) κλιμακτήρ)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα
2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» — η κλιμακτήριος
αρχ.
φρ. «κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός» ή «κλιμακτηρικὸν ἔτος» — το έτος της ζωής του οποίου ο αριθμός είναι πολλαπλάσιο του 7 ή, σύμφωνα με άλλους, του 9, και κυρίως το 63ο έτος, που ο αριθμός του είναι πολλαπλάσιο και του 7 και του 9, γι' αυτό και το θεωρούσαν ως το «μέγα» κλιμακτηρικό έτος.