κολλόροβον

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλόροβον Medium diacritics: κολλόροβον Low diacritics: κολλόροβον Capitals: ΚΟΛΛΟΡΟΒΟΝ
Transliteration A: kollórobon Transliteration B: kollorobon Transliteration C: kollorovon Beta Code: kollo/robon

English (LSJ)

τό,

   A shepherd's staff or crook, BGU759.13 (ii A.D., written κολλωρ-); applied to the so-called club of Orion and Bootes (which has this form), Hipparch.1.7.15, 2.6.1b, Ptol.Alm.7.5, 8.1.    II masc. and neut., dub. sens., apptly. a weight or a coin, Sammelb.6954.    III pl., v.l. for κιλλοβόροι in Poll.1.143.    IV κολόροβοι, gloss on σκοιά, Hsch.; κολόροβον, gloss on κορύνη, Id.

Greek Monolingual

κολλόροβον και κολόροβον, τὸ (Α)
1. ποιμενικὴ ράβδος
2. πιθ. ένδειξη βάρους
3. είδος νομίσματος
4. (κατά τον Ησύχ.) κορύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολόροβον—εάν η γραφή αυτή είναι σωστή— είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλος και ῥόπαλον.