κοπέλι

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

το (Μ κοπέλλι)
1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο
2. νεαρός, νέος άνδρας
3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος
4. βρέφος
5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός
6. νόθο παιδί
νεοελλ.
παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει» — με την επιμονή μπορούν να γίνουν και τα πιο δύσκολα πράγματα
β) «κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του» — οι υφιστάμενοι και οι μαθητευόμενοι έχουν τα ίδια ελαττώματα με τους προϊσταμένους και τους δασκάλους τους
μσν.
1. υπασπιστής
2. πολεμιστής στην υπηρεσία οπλαρχηγού
3. παιδί του δρόμου, χαμίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κοπέλλι(ν) < μσν. κοπέλλα + υποκορ. κατάλ. -ι(ν)].