κοπέλι

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

το (Μ κοπέλλι)
1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο
2. νεαρός, νέος άνδρας
3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος
4. βρέφος
5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός
6. νόθο παιδί
νεοελλ.
παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει» — με την επιμονή μπορούν να γίνουν και τα πιο δύσκολα πράγματα
β) «κατά τον Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του» — οι υφιστάμενοι και οι μαθητευόμενοι έχουν τα ίδια ελαττώματα με τους προϊσταμένους και τους δασκάλους τους
μσν.
1. υπασπιστής
2. πολεμιστής στην υπηρεσία οπλαρχηγού
3. παιδί του δρόμου, χαμίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κοπέλλι(ν) < μσν. κοπέλλα + υποκορ. κατάλ. -ι(ν)].