ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
η1. η ιδιότητα του κουτού, βλακεία, χαζομάρα2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τον συναντήσεις»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα -αμάρα (πρβλ. βουβ-αμάρα, σαχλ-αμάρα)].