μηδαμός
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ή, όν, for μηδὲ ἁμός,
A not even one, i.e. not any one, no one, only in pl. μηδαμοί, none, Hdt.1.143, 144, 2.91, etc.: for neut. pl. v. μηδαμά.
German (Pape)
[Seite 169] ή, όν, statt μηδὲ ἀμός, ouch nicht Einer, Her., nur im plur., 1, 143. 2, 91. 4, 1368vgl. oben μηδαμῆ).
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμός: ἢ, ὅν, ἀντὶ μηδὲ ἁμός, μηδὲ εἷς, «κανείς», ὡς τὸ μηδείς, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. μηδαμοί, καὶ μόνον παρ’ Ἴωσιν, ὡς Ἡρόδ. 1. 143, 144, κτλ.· πρβλ. οὐδαμός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aucun, nul.
Étymologie: μηδέ, ἀμός.
Greek Monolingual
μηδαμός, -ή, -όν (Α)
(ιων. τ. μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («ἐβουλεύσαντο δὲ αὐτοῡ μεταδοῡναι μηδαμοῑσι ἄλλοισι Ἰώνων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. <μηδέ + ἁμός, δωρ. τ. του ἐμός (πρβλ. ουδαμός)].