μάραθο

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source

Greek Monolingual

και μάραθρο, το, και μάραθος, ο (AM μάραθον και μάραθρον, το, και μάραθος, ὁ, ἡ)
κοινή σήμερα ονομασία ποώδους και πολυετούς αρωματικού φυτού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στο γένος φοινίκουλο και το οποίο χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προελληνική λ. (< μαραθF-). Η αναγωγή της λ. μάραθον στον συνδυασμό ΙΕ ρίζας mer(ә)- και επίθημα -dhro- καταρρίφθηκε, λόγω της μαρτυρίας της λ. στη Μυκηναϊκή στον τ. maratuwo, που ανακαλύφθηκε σε κατάλογο με καρυκεύματα].