μονομαχικός

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχικός Medium diacritics: μονομαχικός Low diacritics: μονομαχικός Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΙΚΟΣ
Transliteration A: monomachikós Transliteration B: monomachikos Transliteration C: monomachikos Beta Code: monomaxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or in single combat, μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9.    II gladiatorial, φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.

German (Pape)

[Seite 204] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, φιλοτιμία, Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. φιλοτιμία Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα χάριν μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui convient pour un combat singulier;
2 à Rome de gladiateur.
Étymologie: μονομάχος.

Greek Monolingual

μονομαχικός, -ή, -όν (Α) μονομάχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία
2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).